ταλαιπωρικός

ταλαιπωρικός
τᾰλαιπωρ-ικός, ή, όν,
A full of hardship,

βίος Gal.15.158

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταλαιπωρικός — ή, όν, Α [ταλαίπωρος] αυτός που είναι γεμάτος ταλαιπωρίες («ταλαιπωρικώς βίος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ταλαιπωρικοῦ — ταλαιπωρικός full of hardship masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”